εωλίζω

εωλίζω
ἑωλίζω (Α) [ἕωλος]
1. αφήνω κάτι να γίνει παλιό, μπαγιάτικο, να υπάρχει πολύ καιρό
2. (με καλή σημ.) είναι δυνατό να διατηρηθώ ώς την επόμενη μέρα
3. παθ. ἑωλίζομαι
είμαι ή γίνομαι έωλος, παλιώνω, μπαγιατεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἑωλιζομένων — ἑωλίζω keep till next day pres part mp fem gen pl ἑωλίζω keep till next day pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλισθέντες — ἑωλίζω keep till next day aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλίζειν — ἑωλίζω keep till next day pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλίσαντες — ἑωλίζω keep till next day aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εωλισμός — ἑωλισμός, ὁ (Α) [ἑωλίζω] (για τρόφιμα) μπαγιάτεμα …   Dictionary of Greek

  • προεωλίζω — Α αφήνω κάτι να μαγειρευθεί αρκετή ώρα για να γίνει τρυφερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἑωλίζω (< ἕωλος «παλαιός»)] …   Dictionary of Greek

  • προσεωλίζομαι — Α γίνομαι επίσης έωλος, παλιώνω, μπαγιατεύω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἑωλίζω, ομαι (< ἕωλος «παλαιός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”